- σύγκλιση
- η / σύγκλισις, -ίσεως, ΝΑ [συγκλίνω]η κατεύθυνση από διάφορα σημεία προς ένα και το ίδιο σημείονεοελλ.1. βιολ. ομοιότητα μορφής μεταξύ δύο ειδών τα οποία ζουν στο ίδιο περιβάλλον, μετατίθενται με τις ίδιες διαδικασίες, αν πρόκειται για ζώα, αλλά δεν έχουν στενή φυλογενετική συγγένεια2. γλωσσ. φαινόμενο κατά το οποίο διαλεκτικές μορφές που υπάγονται στην ίδια γλώσσα, ή ακόμη και γλώσσες διαφορετικές, αναπτύσσουν με το πέρασμα τού χρόνου κοινά χαρακτηριστικά είτε στη μορφολογία είτε στη δομή τους, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα να έρχονται πιο κοντά η μία στην άλλη και να εμφανίζουν μεγαλύτερη ομοιότητα3. φυσιολ. η κατεύθυνση τών οπτικών αξόνων και η προσήλωση τού βλέμματος και τών δύο ματιών προς το παρατηρούμενο αντικείμενο έτσι ώστε να σχηματιστεί το είδωλό του στην ωχρά κηλίδα για κάθε μάτι, κίνηση που χρησιμοποιείται για την εκτίμηση τής απόστασης, όταν το ορώμενο αντικείμενο βρίσκεται σε απόσταση μικρότερη τών τριών μέτρων4. μαθημ. η ιδιότητα μιας μεταβλητής ποσότητας να τείνει προς ορισμένο πεπερασμένο όριο (α. «σύγκλιση ακολουθίας» β. «σύγκλιση σειράς»)5.φυσ. μέγεθος χαρακτηριστικό ενός οπτικού συστήματος, η τιμή τού οποίου είναι θετική, όταν το σύστημα είναι συγκλίνον, και αρνητική, όταν αυτό είναι αποκλίνον, μέγεθος που είναι ίσο με το αντίστροφο τής εστιακής απόστασης τού οπτικού συστήματος και εκφράζεται σε διοπτρίες6. φρ. α) «βλεμματική σύγκλιση»φυσιολ. η κατεύθυνση τών οπτικών αξόνων και η προσήλωση τού βλέμματος και τών δύο ματιών προς το παρατηρούμενο αντικείμενο κατά την όραση από κοντά, έτσι ώστε να σχηματιστεί το είδωλο του στην ωχρά κηλίδα για κάθε μάτιβ) «ατμοσφαιρική σύγκλιση»(μετεωρ.) η συσσώρευση τού αέρα λόγω τής άφιξής του κατά οριζόντια διεύθυνση πάνω από μια συγκεκριμένη περιοχή, φαινόμενο που συνοδεύεται από μια ταυτόχρονη κατακόρυφη αντισταθμιστική κίνησή τουγ) «ζώνη σύγκλισης»(μετεωρ.) η περιοχή πάνω από την οποία συσσωρεύεται ο αέρας κατά το φαινόμενο τής ατμοσφαιρικής σύγκλισηςδ) «ενδοτροπική ζώνη σύγκλισης»(μετεωρ.) περιοχή στην επιφάνεια τού πλανήτη, όπου παρατηρείται έντονη δυναμική ανύψωση, η οποία επηρεάζεται και από ποικίλες θερμικές διαδικασίεςε) «ωκεανική σύγκλιση»ωκεαν. συνάντηση σε ένα σημείο ή σε μια ωκεάνια ζώνη θαλάσσιων ρευμάτων που μεταφέρουν υδάτινες μάζες με διαφορετικά φυσικοχημικά χαρακτηριστικάαρχ.η διαμόρφωση κάποιου, ιδίως τού εδάφους, ώστε να συγκλίνουν όλα τα μέρη και να σχηματίζεται κοιλότητα.
Dictionary of Greek. 2013.